Μέρος 1. Ένας μεγάλος έρωτας σκοντάφτει στους ηθικούς φραγμούς της κοινωνίας, που αναγκάζουν τους δυο νέους να χωρίσουν. Η νεαρή κοπέλα παντρεύεται έναν επιχειρηματία, αρκετά μεγαλύτερό της. Οκτώ χρόνια αργότερα, μετά τον άδικο θάνατο του συζύγου της, στα τάγματα καταναγκαστικής εργασίας, οι δύο ερωτευμένοι ξανασμίγουν, αλλά υψώνεται πάλι μπροστά τους, τείχος θεόρατο, η αντίδραση της οικογένειας. Μια κιτρινισμένη επιστολή και μια μυστική επίσκεψη στη Σμύρνη ανοίγουν μια μικρή χαραμάδα φωτός. Η μαντάμ Γεθσημανή βασανίζεται με το στίγμα του “αγνώστου πατρός”. Όταν μαθαίνει για την εκμετάλλευση της μητέρας της, γυρεύει εκδίκηση! Η άμια Κυβέλη αναπολεί τον χαμένο της έρωτα, μ’ έναν ρεμπέτη, που μυστηριωδώς, εξαφανίζεται... Η 18χρονη Όλγα έρχεται από την Αθήνα, για να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης. Δύο άντρες διεκδικούν την καρδιά της, ενώ η ίδια προβληματίζεται. Η Εμινέ χανούμ ζει στο κονάκι των Χατζόπουλων από τα οκτώ της χρόνια. Νιώθει περισσότερο Χριστιανή παρά Μουσουλμάνα... Αγαπά όλα τα μέλη της οικογένειας και είναι ευτυχισμένη. Ωστόσο, ένα εφτασφράγιστο μυστικό, που κουβαλάει για χρόνια, πιέζει, σαν βαριά πέτρα, την ψυχή της. Ο κυρ Νικόλας, ένας καλοκάγαθος θυμόσοφος, δίνει μια χαρούμενη νότα στη ζωή της οικογένειας. Παράλληλα, το κουβάρι της ιστορίας ξετυλίγεται, με την τουρκική κυβέρνηση να θέτει νόμους και απαγορεύσεις, που δυσκολεύουν τη ζωή των Ρωμιών της Πόλης. Όλα κυλούν, φαινομενικά, ομαλά, ώσπου έρχεται εκείνο το φοβερό απόγευμα... Μέρος 2. Όρμησαν όλοι, σαν λυσσασμένοι πάνω στα τόπια με τις μεταξωτές νταντέλες, τα τούλια, τα σατέν και τα σιφόν και τα έκοβαν με τα χέρια και με ψαλίδια που βρήκαν εκεί, ενώ μερικοί τα κατέστρεφαν με τα δόντια τους. Τα πετούσαν όλα από το παράθυρο. Δεν έμεινε τίποτε! Η Μέλπω έκατσε κάτω στο πάτωμα κι έκλαιγε με λυγμούς. Η Ζεχρά κάθισε πλάι της και την αγκάλιασε. Ακούστηκαν πάλι φωνές. Οι δυο γυναίκες άκουσαν ομιλίες κάτω, σε απόσταση αναπνοής. Κράτημα της ανάσας! Σιγή δευτερολέπτων! Αγωνία στο ζενίθ! Φόβος... Τρόμος! Τακ... τακ... τακ... Ήχησαν τα βήματα που ανέβαιναν στο ατελιέ. Έξι σιχαμερές φάτσες αντίκρισαν οι δυο κοπέλες, να ετοιμάζονται να τους ριχτούν. Η Ζεχρά πετάχτηκε πάνω. «Είμαστε Τουρκάλες!» φώναξε, «μη μας κάνετε κακό. Ο Αλλάχ θα σας κάψει!» «Εσύ ναι, αλλά αυτή είναι γκιαούρισσα!» «Είμαι Τουρκάλα», φώναξε η Μέλπω στα Τουρκικά, αλλά δεν τους έπεισε. «Τσιόκ γκιουζέλ!» είπε κάποιος άλλος αχρείος, κοιτώντας την μ’ ένα πρόστυχο βλέμμα και η Ζεχρά όρμησε απάνω του. Τον ξέσχισε με τα νύχια της, τον χτυπούσε με δύναμη, αλλά ένας τρίτος την χτύπησε με το ρόπαλο κι έπεσε κάτω αναίσθητη. Απέμεινε η Μέλπω, στο έλεος του Θεού, που κι Εκείνος έφριξε τούτη τη νύχτα και δεν ήξερε ποιον από όλους να σώσει…“Παναΐα μου, βοήθησέ με”, προσευχόταν από μέσα της. Όρμησαν δύο, με μανία, απάνω της και της ακινητοποίησαν τα χέρια. Κάποιος προσπαθούσε άδικα να της κλείσει το στόμα. Η Μέλπω ούρλιαζε κι αντιστεκόταν με όλη της τη δύναμη… Μέρος 3. Ένας βουβός θρήνος έβγαινε από τα σπίτια των Ρωμιών της Πόλης… Έμοιαζε μ’ εκείνον που έβγαινε από την Αγία Σοφία τότε, το 1453, όταν πήρανε οι άπιστοι την Κωνσταντινούπολη. Κλαυθμός και οδυρμός σερνότανε, τότε, στα σοκάκια και στους μαχαλάδες, περνούσε πάνω από τ’ αμέτρητα πτώματα των σφαγιασμένων νεκρών και γινότανε μοιρολόγι… Έτσι, ακριβώς όπως τότε… Ποια διαφορά υπήρχε που οι Ρωμιοί δεν θρηνούσαν σφαγιασμένους ανθρώπους; Που δεν κλαίγανε για την Πόλη που είχε τουρκέψει; Κλαίγανε για την Πόλη, που είχε ορφανέψει! Κλαίγανε για τη ζωή τους, που δεν χωρούσε μέσα σε μια βαλίτσα… Τι να βάλεις μέσα σε μια μόνο βαλίτσα… Μπορείς να κομματιάσεις μια ολόκληρη ζωή και να τη στριμώξεις εκεί μέσα; Μπορείς να κομματιάσεις τον ουρανό, που σε σκέπασε όταν γεννήθηκες, μπορείς να πάρεις τ’ αστέρια, που σε φωτίζανε και να τα φυλακίσεις όλα μέσα σε μια βαλίτσα; Πάνω στον ουρανό της Πόλης, μέσ’ από την υγρή ομίχλη του καλοκαιριού, αχνοφαινόταν ένα τεράστιο ΓΙΑΤΙ; Ήταν ο πόνος και η θλίψη του αποχωρισμού της γενέθλιας γης... Μα, πάνω απ’ όλα ήταν εκείνη η αίσθηση και η πίκρα για την αδικία.